- ἀμύω
- ἀμύω (cf. ἠμύω),A sink down, fall,
[φύλλα] ἀμύοντα χαμᾶζε Hes.Fr. 96.86
. [full] ἀμύωτος, ον, dub. sens. in GDI4979 ([place name] Gortyn).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
[φύλλα] ἀμύοντα χαμᾶζε Hes.Fr. 96.86
. [full] ἀμύωτος, ον, dub. sens. in GDI4979 ([place name] Gortyn).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμύω — ἀμύω (Α) γέρνω, πέφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. Ο ίδιος τ. παραδίδεται και ως ἠμύω] … Dictionary of Greek